καταστησάμενος

καταστησάμενος
καθίστημι
set down
aor part mid masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επίνευση — η (AM ἐπίνευσις) [επινεύω] 1. συναίνεση που δηλώνεται με κλίση τού κεφαλιού προς τα κάτω, η συγκατάνευση 2. συγκατάθεση μσν. έμπνευση, επιφοίτηση (αρχ) 1 επιβεβαίωση, επικύρωση («καταστησάμενος τὴν ἀρχὴν ἐπινεύσει τῇ Καίσαρος», Ιώσ.) 2. κλίση τού …   Dictionary of Greek

  • ωφέλιμος — η, ο / ὠφέλιμος, ον, ΝΜΑ, θηλ. σπαν. και ίμη, ΜΑ 1.αυτός που ωφελεί, επωφελής, χρήσιμος (α. «η άθληση είναι ωφέλιμη για το σώμα» β. «τὸ καλὸν ἔργον ἀγαθόν τε καὶ ὠφέλιμον», Πλάτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το ωφέλιμο ωφέλεια, χρησιμότητα (α. «τί το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”